- αγριοποιώ
- ἀγριοποιῶ (-έω) (Μ) [ἀγριοποιός]παρουσιάζω ή κάνω κάποιον ή κάτι άγριο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
αγριοποιός — ἀγριοποιός, ον (Α) (στον Αριστοφάνη, ειρωνικά για τον Αισχύλο) αυτός που περιγράφει άγριους χαρακτήρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγριος + ποιός < ποιῶ. ΠΑΡ. ἀγριοποιῶ] … Dictionary of Greek